Μια φορά κι έναv καιρό ήταν η Άλκη Ζέη
28 September 2024
Οι θησαυροί της Ζωρζ Σαρή
24 September 2024
Το πιο μεγάλο βιβλίο για τις οικογένειες
24 September 2024
ΒιβλιοΠεριπέτειες 2ου τεύχους
20 September 2024
Ήταν κάποτε ένα παιδί που γεννήθηκε στη Νάξο το 1921. Από πολύ μικρή ηλικία έδειξε την αγάπη του για τη λογοτεχνία. Όταν πήγαινε στο Γυμνάσιο αναγκάστηκε να μετακομίσει με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του το 2011.
«Μαουτχάουζεν», «Ο Δείπνος», «Το μεγάλο μας τσίρκο», «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», «Ο δρόμος περνά από μέσα», «Η τελευταία πράξη», «Ο Δράκος», «Ο Αόρατος θίασος», είναι μόλις μερικά από τα έργα που έγραψε ο συγγραφέας Ιάκωβος Καμπανέλλης για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Θα ακούσετε να τον αποκαλούν και ως πατριάρχη του νεοελληνικού θεάτρου.
Το 2022 ανακηρύχθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού «Λογοτεχνικό Έτος Ιάκωβος Καμπανέλλης» ως ένδειξη τιμής για την προσφορά του στον νεοελληνικό πολιτισμό, με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό ετών από τη γέννησή του. Αν και τα έργα του είναι για εμάς τα «μεγάλα παιδιά», ο Ιάκωβος Καμπανέλλης είχε μία μεγάλη αγάπη για τους νέους. Μία αγάπη που θα καταλάβεις μόλις διαβάσεις το κείμενο που ακολουθεί, μία αγάπη που συνεχίζεται μέσω της κόρης του Κατερίνας Καμπανέλλη, που ανοίγει το αρχείο του πατέρα της στη νέα γενιά.
Ράνια Παπαδοπούλου
Το παιδί και η ποίηση
του Ιάκωβου Καμπανέλλη
Α’ δημοσίευση: Εφημ. «Ανένδοτος,» 16/01/1966
Αναδημοσίευση: Εφημ. «Η Θεσσαλία» 09/04/2006
Οι σχέσεις του παιδιού με τον κόσμο είναι αυτόματα ποιητικές. Γιατί ο τρόπος που αντιλαμβάνεται τα όσα βλέπει κι όσα γίνονται γύρω του είναι μαγικός. Το παιδί δεν ξέρει και δεν ενδιαφέρεται για το μηχανισμό των πραγμάτων. Δεν αναζητά να εξηγήσει λογικά όσα βλέπει. Σταματά στα φαινόμενα. Αλλά τα φαινόμενα για το παιδί έχουν μυθολογικές διαστάσεις! Το καθ’ ένα απ’ αυτά είν’ ένα θαύμα.
Το παιδί με τη μυθολογική του διάθεση συνεννοείται με τον κόσμο του πολύ πιο κοντά απ’ όσο οι μεγάλοι. Ο κόσμος των μεγάλων είναι άδειος, όταν δεν υπάρχουν άλλοι για να κουβεντιάσει μαζί τους. Ο κόσμος του παιδιού είναι πάντα γεμάτος. Στο μαγικό κόσμο του παιδιού είναι όλα ζωντανά. Το παιδί κουβεντιάζει με τα παιχνίδια του, συνομιλεί με τις ζωγραφιές, κάνει παρέα με τις καρέκλες, βάζει ως και το τόπι του να κοιμηθεί και το σκεπάζει για να μην κρυώνει.
Θυμάμαι ότι στη Νάξο, στην πατρίδα μου, πήγαινα με τ’ άλλα παιδιά στο λόφο που τον λεν “Απλώματα” και σκάβαμε, ατέλειωτα σε μάκρος αυλάκια, που τα σκεπάζαμε ύστερα με κλαδιά, με χαρτόνια, με τενεκέδες. Τα καμουφλάραμε και με χώμα από πάνω. Έτσι, φώλιαζε «τη φαντασία μας, το ωραίο παραμύθι πως όλο το χειμώνα που βρέχει, που κάνει κρύο, που φυσάνε άγριοι άνεμοι, τα μυρμήγκια ταυ λόφου θα κυκλοφορούσαν ασφαλισμένα κι ευχαριστημένα μέσα στ’ αυλάκια. Και φυσικά, πιστεύαμε πως τα μυρμήγκια ξέρανε πως “εμείς” τα φτιάξαμε.
Θυμάμαι ακόμα πως όταν είχε φεγγάρι πηγαίναμε στα βραχάκια της “γρόττας” κι αφήναμε πάνω κομμάτια ψωμί. Τη νύκτα, όταν η “γρόττα” θα ήταν έρημη και το φεγγάρι δε θα φοβόταν να κατεβεί στο γιαλό θα ‘βρισκε το ψωμί και θα το έτρωγε. Φυσικά, όπως και τα μυρμήγκια, έτσι και το φεγγάρι ήξερε πως “εμείς” το ταΐζουμε.
Όταν είδαμε κάποτε αρχαιολογικές ανασκαφές κι αντικρύσαμε το θαύμα, να σκάβουν στα μέρη που παίζαμε και να βγάζουν αγάλματα, αρχίσαμε να προσπαθούμε κάτι ανάλογο. Διαλέγαμε από τη “γρόττα” μεγάλα άσπρα βότσαλα και τα θάβαμε εκεί κοντά που κάνανε τις ανασκαφές, βέβαιοι πως άμα τα βότσαλα μείνουνε κάμποσο καιρό μέσα στο χώμα θα γίνουν αγάλματα.
Τώρα όλ’ αυτά, που είναι μακρινά και αληθινά, τα ξαναζώ χάρη στην κόρη μου. Και ξαναβρίσκω - παρατηρητής τώρα - όλη την ποίηση που υπάρχει μέσα στην αντίληψη του παιδιού. Μια ποίηση που συχνά είναι συγκλονιστική. Σημειωτέον ότι η κόρη μου είναι μόνο δυό χρονώ.
Το περασμένο καλοκαίρι, σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό της Εύβοιας η κόρη μου ανακάλυψε τις κατσίκες, τις κότες, τα κουνέλια, τα γαϊδούρια, τα γατιά, τους σκύλους, τις βάρκες, τα ψάρια. Έχουν περάσει από τότε μήνες πολλοί. Αυτά που θυμάται τώρα δεν είναι το κάθε ζώο ξεχωριστά αλλά κατά κάποιο τρόπο “ο μύθος” του καθ’ ενός απ’ αυτά. Όταν της φέρανε ένα αρνάκι, ένα κουκλί από γούνα άρχισε επίμονα να γυρεύει το “μαμ- μπέε”. Έκλαιγε που δεν ήταν εκεί το “μαμ-μπέε”. Λεν καταλαβαίναμε τι ήταν αυτό. Το αρνάκι το πετούσε, δεν το ήθελε. Με τα πολλά αρχίσαμε να μαντεύουμε. Θυμηθήκαμε πως στο χωριό, όταν την πηγαίναμε να δει την κατσίκα κόβαμε απ’ τη διπλανή μουριά φύλλα και την ταΐζαμε. Το φαΐ της κατσίκας ήταν λοιπόν το “μαμ-μπέε” που φώναζε. Κοντολογής η κόρη μου ήθελε κι ένα δέντρο. Χωρίς δέντρο το αρνάκι που της φέρανε δεν εσήμαινε τίποτα. Φέραμε μια γλάστρα απ' τη βεράντα και βάλαμε δίπλα το αρνάκι. Τώρα ήταν όλα εν τάξει. Ο κόσμος του “παραμυθιού της κατσίκας” είχε συμπληρωθεί.
Πώς θα σας φαινόταν αν αλλάζαμε τ’ όνομα των μαχαιριών; Αν παύαμε να τα λέμε μαχαίρια και τα λέγαμε “ποτέ ποτέ”. Η αλήθεια είναι πως το πράμα παίρνει μια συμβολική σημασία. Που πιθανόν και να φιλολογίζει λιγάκι. Κι όμως η κόρη μου τα μαχαίρια τα λέει “ποτέ, ποτέ”. Και δε φιλολογίζει καθόλου, ούτε κείνη, όπως κι εμείς το ίδιο, δε φιλολογίζαμε καθόλου όταν της λέγαμε πως “αυτά” δεν πρέπει να τα πιάνει “ποτέ ποτέ”...
Πηγή κειμένου και σκίτσων με πενάκι: Αρχείο Ιάκωβου Καμπανέλλη
Ευχαριστούμε πολύ την Κατερίνα Καμπανέλλη για την ευγενική παραχώρηση του αρχειακού υλικού. Τα σκίτσα συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση "Άκουσε τη φωνή μου κι έλα" (Κέδρος,2020). Περισσότερες πληροφορίες για τον Ιάκωβο Καμπανέλλη: kambanellis.gr
Λεωφ. Αλεξάνδρας 215
ΤΚ. 11523 Αμπελόκηποι